Γράφει ο Βασίλης Δεμιρτζόγλου
Ε, ναι λοιπόν χωρίσατε. Μετά από τρελά σκηνικά παράφορου έρωτα κι ας πιστέψατε πως είσαστε κι εσείς το ζευγάρι της κοψοχρονιάς, χωρίσατε. Και μάλιστα με τον χειρότερο δυνατό τρόπο. Βριστήκατε, πετάξατε αντικείμενα, σπάσατε πιάτα. Γενικώς ξεφτιλιστήκατε. Κακολογήσατε το έτερον ήμισυ σε γνωστούς φίλους και οικογένειες, βγάλατε τα άπλυτα που κρύβει κάθε σχέση στη φόρα. Πιάσατε πάτο. Δώσατε όρκους αιώνιου μίσους. Κάνατε ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατό για να πληγώσετε ο ένας τον άλλο. Μέχρι και ξενογαμηθήκατε αυθημερόν για να μπήξετε πιο βαθιά το μαχαίρι στην πληγή. Εύγε σας.
Ο καιρός περνούσε και ως γνωστόν, μάτια που δε βλέπονται πηδιούνται αλλού, αλλά το δοντάκι εξακολουθούσε να πονάει. Έσπασε ο διάολος το ποδάρι του λοιπόν και μια νύχτα ζόρικη, βρεθήκατε να τα πίνετε στο ίδιο μπαρ.
Λίγο το ποτό, λίγο η μουσική, λίγο ο θυμός που είχε πλέον περάσει, κοιταχτήκατε στα μάτια και έγινε το μπαμ. Αρχίσανε τα τηλέφωνα, οι εξηγήσεις και τα ρέστα. Το κλασικό παιχνίδι ποντικού-γάτας. Λίγο εμφανίζομαι εγώ, λίγο εσύ, λίγο σε κυνηγάω, λίγο κρύβεσαι. Ωριμότητα πάνω από όλα. Με τα πολλά κι έπειτα από πολύμηνες διεργασίες, γιατί εσύ έτσι, γιατί εγώ εκείνο, η μαγιονέζα άρχισε να δένει και πάλι. Από ό,τι φαίνεται αγαπιόσαστε αληθινά, πέρα από τη μαλακία που σας δέρνει. Βέβαια υπάρχει ένα πρακτικό κόλλημα. Ο περίγυρος και των δυο, μετά από όσα ακολούθησαν το χωρισμό, δεν έχει και την καλύτερη άποψη για τον «αντίπαλο». Και λογικό είναι. Οπότε τώρα τι;